Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰ αὐτόματα

См. также в других словарях:

  • αὐτόματα — αὐτόματος acting of one s own will neut nom/voc/acc pl αὐτόματος acting of one s own will neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐτομάτας — Αὐτομάτᾱς , Αὐτομάτη fem acc pl Αὐτομάτᾱς , Αὐτομάτη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτομάτας — αὐτομάτᾱς , αὐτόματος acting of one s own will fem acc pl αὐτομάτᾱς , αὐτόματος acting of one s own will fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόματ' — αὐτόματα , αὐτόματος acting of one s own will neut nom/voc/acc pl αὐτόματα , αὐτόματος acting of one s own will neut nom/voc/acc pl αὐτόματε , αὐτόματος acting of one s own will masc voc sg αὐτόματε , αὐτόματος acting of one s own will masc/fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτόματα — αὐτόματα , αὐτόματος acting of one s own will neut nom/voc/acc pl αὐτόματα , αὐτόματος acting of one s own will neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • πιστόλι — Μικρό φορητό πυροβόλο όπλο, η χρήση του οποίου χρονολογείται από τον 15o αι. Τα πρώτα π. ήταν σχετικά μακριά όπλα, με διαμέτρημα ανάλογο των τουφεκιών, από τα οποία διέφεραν στο ότι είχαν λαβή κατάλληλη για να κρατιούνται και να χρησιμοποιούνται… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… …   Dictionary of Greek

  • αυτόματοι πωλητές — Μηχανές στις οποίες αρκεί να ρίξουμε ένα καθορισμένο νόμισμα σε μια κατάλληλη σχισμή τους ή και περισσότερα για να ανοίξει μια θυρίδα και να πάρουμε το είδος που με τον τρόπο αυτό αγοράζουμε. Τα κατάλληλα είδη για έναν παρόμοιο τύπο πώλησης είναι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»